- αναθεμελιώνω
- 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + θεμελιώνω.ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθεμελιώνω — ιωσα, ιώθηκα, ιωμένος, ξαναθεμελιώνω, στηρίζω σε νέες βάσεις: Ο Καποδίστριας αγωνιζόταν να αναθεμελιώσει το νέο ελληνικό κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθεμελίωση — η, 1. η εκ νέου θεμελίωση, ξαναθεμέλιωμα, ενίσχυση των θεμελίων οικοδομής 2. στήριξη απόψεως ή θεωρίας σε νέα θεμέλια, σε νέα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναθεμελιωτής — ο 1. αυτός που βάζει νέα θεμέλια, που κάνει αναθεμελίωση 2. αυτός που στηρίζει μια άποψη ή θεωρία σε νέα, λογικότερα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη] … Dictionary of Greek